- υποσιτισμός
- οθρέψη λειψή σε ποσότητα ή σε διάφορα αναγκαία για τον οργανισμό στοιχεία (βιταμίνες, πρωτεΐνες κτλ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υποσιτισμός — (Ιατρ.). Ο υ. παρατηρείται στα βρέφη, των οποίων η μητέρα ή η τροφός δεν έχει αρκετό γάλα ή έχει γάλα κακής ποιότητας, (χωρίς αρκετό βούτυρο). Τα βρέφη που τρέφονται τεχνητά υποσιτίζονται αν το γάλα είναι φτωχό σε βούτυρο ή όταν οι μερίδες του… … Dictionary of Greek
αναφαγιά — η 1. έλλειψη φαγητού ή αποχή από αυτό, ασιτία, νηστεία 2. λιγοστό φαΐ, υποσιτισμός … Dictionary of Greek
κακοσιτία — η (Α κακοσιτία) [κακόσιτος] 1. κακή σίτιση, υποσιτισμός, ελλιπής διατροφή, ανεπαρκής θρέψη 2. ανορεξία, έλλειψη ορέξεως, αηδία προς τις τροφές, δυσκολία στο φαγητό … Dictionary of Greek
κακοτροφία — η (Α κακοτροφία) [κακοτροφώ] κακή διατροφή, ανεπαρκής τροφή, υποσιτισμός αρχ. κακή θρέψη … Dictionary of Greek
κακοφαγία — η 1. το να τρώγει κανείς ανεπαρκή ή ανθυγιεινή τροφή, ολιγοφαγία, υποσιτισμός, κακή διατροφή 2. (ψυχιατρ.) παθολογική ψυχική κατάσταση ατόμων που από διαστροφή τής ορέξεως τρώνε είδη ακατάλληλα για διατροφή ή και βλαβερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + … Dictionary of Greek
προδιάθεση — Κατάσταση κατά την οποία το άτομο, υπό την επίδραση εσωτερικών παραγόντων, παρουσιάζει την τάση, πέρα από το κανονικό, να προσβάλλεται από ορισμένη κατηγορία νοσημάτων. Η π. μπορεί να συνδέεται με παράγοντες γενετικούς, χημικούς, ανατομικούς ή με … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
νηστικάδα — η 1. κακοσμία του στόματος του νηστικού. 2. έλλειψη κανονικής τροφής, υποσιτισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποτροφία — η 1. το να είναι κάποιος υπότροφος (βλ. λ.), η συντήρηση και οι σπουδές κάποιου με δαπάνες τρίτου: Πέτυχε υποτροφία για το εξωτερικό. 2. η δαπάνη που πληρώνει τρίτος (πρόσωπο, οργανισμός κτλ.) για τη συντήρηση και εκπαίδευση σπουδαστή: Το κράτος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)